ειρηνιστικός

ειρηνιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνιστή ή στον ειρηνισμό («ειρηνιστική κίνηση», «ειρηνιστικές ομάδες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ειρηνιστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνισμό ή τους ειρηνιστές (βλ. λ.λ.), που συντελεί στον ειρηνισμό: Η ειρηνιστική κίνηση δεν είναι οργανωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπολεμικός — ή, ό (φιλολογία, σταυροφορία κ.λπ.) αυτός που στρέφεται εναντίον του πολέμου, ειρηνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πολεμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”